- εσχηματισμένως
- ἐσχηματισμένως (ΑΜ)επίρρ. μσν. κρυφά, μυστικά («φανερῶς ἢ ἐσχηματισμένως»)αρχ.1. με συγκεκριμένη μορφή2. με σχήμα, παραστατικά («ἐσχηματισμένως εἰρῆσθαι»)3. (για επιχείρημα) τεχνικά, εξεζητημένα4. απατηλά, πλαστά.[ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο από τη μτχ. παρακμ. εσχηματισμένος τού ρ. σχηματίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.